ἄτονοι

ἄτονοι
ἄτονος
slackness
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Γιαλλινάς ή Γυαλινάς, Άγγελος — (Κέρκυρα 1857 – 1939). Ζωγράφος. Έγινε διάσημος για τις θαυμάσιες υδατογραφίες του. Μαθήτευσε αρχικά κοντά στον Κερκυραίο ζωγράφο Χαράλαμπο Παχή και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Βενετία, στη Νάπολη και στη Ρώμη. Επιστρέφοντας στην Κέρκυρα,… …   Dictionary of Greek

  • άτονος — η, ο επίρρ. α 1. χαλαρός, αδύναμος: Η απάντησή σου ήταν μάλλον άτονη. 2. όχι ζωηρός, ξέθωρος: Τα χρώματα του πίνακα είναι πολύ άτονα. 3. αυτός που δεν τονίζεται: Οι τύποι «ο», «η», «οι» του άρθρου είναι άτονοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”